Κείμενο του 1911 για το Γαλάτσι

«ΤΟ ΓΑΛΑΤΣΙ»

24 Απριλίου 1911

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Το Γαλάτσι είναι μία εξοχή που έχει μέλλον. Δένδρα δεν έχει και το θέλγητρόν της είναι μόνο ο λαμπρός αέρας που φυσά εκεί αφθόνως από την μικράν λοφοσειράν του Ψυχικού. Άλλως τε τα δένδρα δεν είναι εύκολον πράγμα εις την Αττικήν. Γενεαί γενεών επέρασαν εδώ χωρίς να τα ιδούν. Ο Πλάτων μας περιγράφει την Αττικήν άφυλλον, τον Υμηττόν φαλακρόν και εις την εποχήν του, όπως είνε σήμερον, και μόνο μας πληροφορεί ότι χίλια έτη προ της εποχής του ήτο κατάφυτος, πράγμα το οποίον μπορεί και να συνέβαινε ή, αν συνέβαινε, δεν μας ενδιαφέρει.

Τέλος πάντων, εγεννήθημεν εις τον τόπον της φαλάκρας. Οι σχολιασταί δεν ημπορούν να εξηγήσουν πού ευρίσκετο αυτό το άλσος Κολωνού, εις το οποίον ο Σοφοκλής ετοποθέτησε τρομεράς θεότητας και πλήθος αηδόνων. Φαίνεται ότι οι ποιηταί της αρχαιότητας, μη βλέποντες δένδρα, τα έγραφαν.

Άδικον λοιπόν να οργισθή κανείς ότι το Γαλάτσι δεν έχει πολλά άλλα δένδρα από τας πελωρίας λεύκας του καφενείου του. Κατά τα άλλα, εφόσον κάθηται κανείς εις αυτό το καφενείον, η διαμονή είναι ευχάριστος, και το αερόλουτρον που παίρνει από τα ηδονικώτερα. Εκεί μάλιστα υπάρχει και πηγή με νερό χωνευτικόν, μέγα και τούτο αγαθόν. Πριν ολίγου καιρού η πηγή είχε την αθλιότητα γούρνας, εις την οποίας εβύθιζαν τα ρύγχη των ζώα και άνθρωποι, αλλά ήδη ο δήμαρχος την έκαμε μαρμαρόκτιστον και άσπρη ως νύφη.

Συνέβη μάλιστα και το νόστιμον ότι οι Γαλατσιώται δυσπιστούσαν εις την γενναιοδωρίας του κ. Μερκούρη, υποπτευόμενοι ότι θα τους πάρει το νερό δια τον δήμον. Και ο δήμαρχος δια να τους καθυσηχάσει έβαλε να σκαλίσουν επί του μαρμάρου τας λέξεις: «Τοις ιδιοκτήταις του ύδατος Γαλατσίου». Με την επιγραφήν αυτήν, επέχουσαν θέσιν όρκου, ησύχασαν και πίνουν αφθόνως.

Πράγμα άξιον μελέτης εις το Γαλάτσι είνε η τεράστια τέντα του καφενείου, ένα υπόστεγον απέραντον που κόστισε 5.000 φράγκα. Το ίδρυμα αυτό ποίος το έκανε νομίζετε; Αι ελληνικαί προπόσεις. Πουθενά δεν γίνονται τόσαι προπόσεις, όσαι εις το Γαλάτσι. Εκεί τα περισσότερα ελληνικά σωματεία εκτελούν τον μόνο και κύριον σκοπόν των – το ετήσιον γεύμα, κατά το οποίον προπίνουν από πρωίας μέχρι εσπέρας και ευχαριστούνται. Φαίνεται λοιπόν ότι ο καφετζής ήτο μεγαλοφυής και εσκέφθη: επειδή πάσα ελληνική μανία είνε κεφάλαιον, το οποίον πρέπει να εκμεταλλευθεί πας έξυπνος επιχειρηματίας, ας κάμω την μεγαλύτερην τέντα της Ελλάδος. Όταν οι Έλληνες μάθουν ότι εδώ μπορούν να προπίνουν όλην την ημέραν, χωρίς να τους κάψη ο ήλιος, όχι μόνον θα έρχωνται να τρώγουν πολλοί μαζί, αλλά θα κάνουν και σωματεία επίρηδες. Όπερ και έγεινε, καθώς υποθέτω.

Προ ημερών ο συμπολίτης μας κ. Κεκάδης εβάπτισε το μικρό του καφετζή. Το ωνόμασεν Αλέξανδρον. Ο δε Αλέξανδρος ούτος είνε αληθώς μέγας διότι περιπατεί, παίζει και προχθές παρ’ ολίγον να μου σκίσει το καπέλλο, ωσεί καταληφθείς από πολεμικόν μένος αμέσως μόλις ήκουσεν ότι του έδοσαν όνομα στρατηλάτου.

Το όνομα παίζει μέγαν ρόλον εις τον κόσμον. Φαντασθήτε ότι ο μικρός ήρχισε να μου τραβά και τα γένεια. Εγώ δε πώς να αντιστώ εναντίον Αλεξάνδρου, αφού ονομάζομαι μόλις Ζαχαρίας; Παρεδόθην ως μαλθακός Πέρσης εις τον κατακτητήν.

Τέλος εκαθήσαμεν εις το γεύμα εις το οποίον παρεκάθησε και ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Μερκούρης. Αλλά το γεύμα ήτο υπό την τέντα. Έπρεπε να γίνη κάποια πρόποσις. Κι επειδή ουδείς εξ ημών ανελάμβανε το βαρύ τούτο έργον, δια το οποίον απαιτούνται τόσα προσόντα, η μικρά δεσποινίς Χαρδουβάκη υψώνουσα το ποτήριον είπε:

«Να ζήσει ο υιός του καταστηματάρχου

και εις υγείαν του κ. Δημάρχου».

Η ομοιοκαταληξία είνε μεγάλη οικονομία. Όταν την εύρη κανείς, όπως η χαριτωμένη εκείνη μικρά, προπίνει ταυτοχρόνως υπέρ της υγείας δύο ανθρώπων. Συνεκρούσαμεν τα ποτήρια και την συνεχάρημεν.

Μετά τούτο οι βιολιντζήδες έκρουσαν ελληνικόν χορόν και τα κορίτσια εχόρεψαν. Ο παίζων το σαντούρι, κινών τον λάρυγγά του ως κότα καταπίνουσα νερό, τραγουδούσε γλυκύτατα δια την πρώτην κόρην που έσυρε λεβέντικα τον χορόν:

«Να σε χαρεί που σ’ έχει

και που σε λαχταρεί

και που σε καμαρώνει

λεβέντικο κορμί»

Ο δροσερός αέρας της εξοχής, τόσον αρμονισμένος με το τρίο των λαϊκών οργάνων, εφτέρωνε τον χορόν και η λεύκα παρέκει εσάλευεν, όλη τρόμον και αγαλλίασιν, δια την νεότητα της χορεύτριας.

Αίφνης ηκούσθη κρότος πηρουνιού εις πιάτο και εφάνη κάποιος εγειρόμενος δια να κάμη πρόποσιν. Θα το πιστεύσετε; Ήταν ο παπάς, ο βαπτίσας το παιδί. Εσιωπήσαμεν βαθέως περιμένοντας να ακούσωμεν τί θα έλεγε ο ιερεύς του Υψίστου, ο οποίος μέχρι της ώρας εκείνης έτρωγε σιωπηλότατος. Θα βρήκε ασφαλώς άλλην ομοιοκαταληξίαν. Και όμως όχι. Δεν κατώρθωσε να βρη άλλην. Επανέλαβεν εκείνην της μικράς κόρης και έκαμε την πρόποσίν του ως εξής:

«Εις υγείαν του καταστηματάρχου

και συγχρόνως του κυρίου Δημάρχου»

-«Σεις δεν θα κάμετε καμμίαν πρόποσιν;» με ηρώτησαν.

-«Να σας πω ειλικρινώς, σκέπτομαι να κάμω την ίδια που έκαμαν η κόρη και ο παπάς». Και προσχωρήσας προς την δροσεράν πηγήν, προέπιον δύο χωνευτικά ποτήρια ύδατος, μονολογήσας περίπου κατά τον επόμενον τρόπον:

«Εις υγείαν του καταστηματάρχου

και του κυρίου Δημάρχου.

Ομοιοκαταληξίαι άλλαι δεν υπάρχου(ν)».

Για κατέβασμα του κειμένου από την εφημερίδα Εμπρός (24 Απριλίου 1911) σελ. 2, στον υπολογιστή σας, πατήστε το link: Κείμενο του 1911 για το Γαλάτσι

Στοιχεία Επικοινωνίας
Αρχιμήδους 2 & Ιπποκράτους
Τ.Κ.: 11146, Γαλάτσι
Τηλ. Κέντρο: +(30) 213.2055300
Εmail: grafeiotypougalatsi@galatsi.gr